στραταρχῶν

στραταρχῶν
στρατάρχης
general of an army
masc gen pl
στραταρχέω
command an army
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτοκρατορίας, στιλ — Αισθητικό ρεύμα των αρχών του 19ου αι. Το σ.α. εμφανίζεται στη Γαλλία την εποχή των μεγάλων νικών του Ναπολέοντα και αντιστοιχεί χρονολογικά στη δεκαετία της πολιτικής του ακμής (1802 12). Νεοκλασικό στη βάση του, το στιλ αυτό επικρατεί στις… …   Dictionary of Greek

  • Μόναχο — (Munchen). Πόλη (1.193.600 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Χτισμένη στο Βαυαρικό οροπέδιο, της όχθες του Ίζαρ, της από της μεγαλύτερους παραποτάμους του άνω ρου του Δούναβη, είναι η τρίτη πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • Μπερναντότ, Ζαν Μπατίστ Ζιλ — (Jean Baptiste Jules Bernadotte, Πο 1763 – Στοκχόλμη 1844). Γάλλος στρατηγός και κατόπιν βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας (1818 44). Κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 17 ετών· συνταγματάρχης το 1792 και στρατηγός διοικητής μεραρχίας το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”